Δρεπάνου

Δρεπάνου
Δρέπανον
pruning-knife
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δρεπάνου — δρέπανον pruning knife neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kozani — Gemeinde Kozani Δήμος Κοζάνης (Κοζάνη) …   Deutsch Wikipedia

  • δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… …   Dictionary of Greek

  • δρεπάνισμα — και δρεπάνιασμα, το [δρεπανίζω] 1. θέρισμα, θερισμός 2. χτύπημα δρεπάνου, δρεπανιά …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

  • Αίγεστα ή Έγεστα — Αρχαία πόλη της Σικελίας (Segesta). Ο Στράβων λέει πως είχε ιδρυθεί από οπαδούς του Φιλοκτήτη, μεταξύ Πανόρμου (σημερινού Παλέρμο) και Δρέπανου. Πρώτοι κάτοικοί της ήταν οι Σικανοί, δηλαδή αυτόχθονες Σικελοί (από τον ποταμό Σικανό), που… …   Dictionary of Greek

  • Αιγίθαλος — Αρχαία οχυρή πόλη της Σικελίας, μεταξύ Δρέπανου και Λιλυβαίου. Στον καιρό του Διόδωρου η πόλη λεγόταν Άκελλον …   Dictionary of Greek

  • Ασίνης, δήμος — Νέος δήμος (6.117 κάτ.) του νομού Αργολίδος, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Ασίνης, Δρεπάνου, Ιρίων, Καρνεζαίϊκων και Τολού, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Δρέπανο …   Dictionary of Greek

  • Ελλησπόντου, δήμος — Νέος δήμος (7.966 κάτ.) του νομού Κοζάνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τους πρώην δήμους Πολυμύλου και Φιλιππουπόλεως (Τετραλόφου), καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγίου Δημητρίου, Ακρινής, Δρεπάνου, Καπνοχωρίου,… …   Dictionary of Greek

  • Κορινθιακός κόλπος — Θαλάσσια λωρίδα που εκτείνεται μεταξύ της Στερεάς Ελλάδας προς Β, της Πελοποννήσου προς Ν, του στενού Ρίου Αντιρρίου προς Δ και των ισθμών των Μεγάρων και της Κορίνθου προς Α. Ως δυτική προέκτασή του λαμβάνεται ο Πατραϊκός κόλπος, μέσω του οποίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”